εκβιομηχανίζω

εκβιομηχανίζω
προάγω τη βιομηχανία χώρας ή περιοχής σε κύριο οικονομικό παράγοντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκβιομηχανίζω — εκβιομηχανίζω, εκβιομηχάνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκβιομηχανίζω — εκβιομηχάνισα, εκβιομηχανίστηκα, εκβιομηχανισμένος, μτβ., αναπτύσσω μια χώρα βιομηχανικά τόσο, ώστε να αποτελεί σ αυτή η βιομηχανία τον κυριότερο παράγοντα της εθνικής της οικονομίας, τη βιομηχανοποιώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”